- μεγαλοφροσύνη
- η1. μεγαλοψυχία, περηφάνια.2. αλαζονεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεγαλοφροσύνη — greatness of mind fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοφροσύνῃ — μεγαλοφροσύνη greatness of mind fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοφροσύνη — η (ΑM μεγαλοφροσύνη) [μεγαλόφρων] 1. η ιδιότητα και το χαρακτηριστικό γνώρισμα τού μεγαλόφρονα, το να έχει κανείς υψηλό και γενναίο φρόνημα, η μεγαλοψυχία, η γενναιοφροσύνη («τὴν σὴν ἀνδρείαν καὶ μεγαλοφροσύνην», Πλάτ.) 2. (με κακή σημ.)… … Dictionary of Greek
μεγαλοφροσύνηι — μεγαλοφροσύνῃ , μεγαλοφροσύνη greatness of mind fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοφροσύναις — μεγαλοφροσύνη greatness of mind fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοφροσύνην — μεγαλοφροσύνη greatness of mind fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοφροσύνης — μεγαλοφροσύνη greatness of mind fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόφρων — ον (Α μεγαλόφρων, ον) 1. αυτός που έχει υψηλό φρόνημα, γενναιόψυχος, υψηλόφρων, ανδρείος 2. αλαζών, υπερήφανος, υπερόπτης, υπερφίαλος αρχ. 1. (για πράξεις) αυτός που προέρχεται από μεγαλοφροσύνη, που αποδεικνύει μεγαλοφροσύνη 2. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
μεγαλοφροσύνως — (Α) επίρρ. με μεγαλοφροσύνη, με μεγαλοψυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μεγαλοφρόνως, από το ουσ. μεγαλοφροσύνη, κατά τα επιρρ. ευφροσύνως, χαρμοσύνως, τα οποία είναι κανονικοί σχηματισμοί και αντίστοιχα επίθετα (ευφρόσυνος, χαρμόσυνος)] … Dictionary of Greek
μεγαλοφροσύνᾳ — μεγαλοφροσύναι , μεγαλοφροσύνη greatness of mind fem nom/voc pl μεγαλοφροσύνᾱͅ , μεγαλοφροσύνη greatness of mind fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)